πέντε βεράντες
τρεις φαμίλιες
μια απ' τα ίδια
γιος χοντρός
πατριός μαλάκας
μάνα ψόφια απ' τις δουλειές
και 1/3 από καρπούζι στον καθένα
συζητούν για διακοπές/βαθμούς/λαϊκές
με τ' αυτοκίνητο τρεις μήνες από κάτω κολλημένο
και τη βόνταφον απλήρωτη
σκατά
τσίτα τέρμα οι ειδήσεις από μέσα
πλέουν τα όνειρα νεκρά μες στα σερβίτσια του καφέ
λεμονάδα και παρφέ
ήχοι φίφα/ξύλο/σάμμερ χιτς
και λιώσιμο στον ήλιο
σαν βαλκάνικο μαϊάμι
με τους φοίνικες ν' ανάβουνε το βράδυ
ίσα ίσα για να βλέπουν λίγο κι οι μικροαστοί
πόσο απέχει το τσιμέντο απ' το μπαλκόνι
μη γλιστρήσουν καμιά μέρα
κατά λάθος ε
αγκαζέ απ' το μετρό το στρες κι εγώ
σκαλί σκαλί κι οικονομία στις ανάσες
μέχρι να 'ρθω να σε βρω
(ή τα σκαλιά μού βγουν σωστά)
και τα τι κάνεις
τα γνωστά
ε μια χαρά μωρέ εσύ
που τα βαριέμαι αν δεν στα λέω από κοντά
με το στόμα μου θαμμένο στο μουνί σου
μα δεν σ' αρέσει η κελέλα ούτε εσύ πλέον σ' εσένα
κι έχω μείνει από λέξεις που δεν γλείφουν
και σου μάλλιασε η γλώσσα με τα
γάμα μας αλήθεια μην αρχίζεις να χαρείς
ώσπου φτάνεις στο φιλτράκι
βήχεις μια και κουλουριάζεις
σου λέω κόψε να γαμάς πια τα πνευμόνια σου
μου κάνεις *κάνιε σραγκ*
και λες μετά πως τζάμπα αγχώνομαι
και η ώρα βγάζει πόδια μπας και πιάσει το μετρό μου
δεν μου φτάνουν τα λεπτά να ξαποστάσω
να σου πω ότι φοβάμαι μη μου λείψεις
και βουλιάζω τη φωνή μου στην ερτ3
που 'βαλε παραγγελιά
να σου λέω μαλακίες που δεν νιώθω
μπας και νιώσεις κάτι πια και για εμένα
αηδία πχ έστω
ότι άνετα θα γάμαγα τη γώγου
ο ήλιος θρέφει τα σημάδια μου
ποτέ δεν μ' είδε να γελάω η μάνα μου
δεν ξέρω αν με δυσκολεύει να το λέω
ή ο αόριστος που κάποτε θα 'ρθει
στο σαγόνι μου τα χαντ γκανς με δροσίζουνε
και χαίρομαι
γλιστράω απ' την ατμόσφαιρα και πέφτω στο ταβάνι
κολυμπώ μέσα στη πίσσα μου και πνίγομαι
το σώμα τόσα χρόνια στη στεριά
με ξεσυνήθισε
το κύμα με τραβά απ' τα μαλλιά
και κουτουλάω δορυφόρους
μέχρι να 'βγει από μέσα μου η αστρόσκονη
και μπούνε τα μυαλά μου σε τροχιά
γύρω γύρω απ' την ακτή
γύρω γύρω μέχρι να με πάρει ο διάολος
μα μ' άφησε η ανάσα μου πριν βγω στα ανοιχτά
αφού δεν έχω τα αρχίδια για κολύμπι μες στη νύχτα
ή έστω ν' άλλαζα τον τίτλο
λέμε τώρα
σε εντυπώσεις ενός πνιγμένου
ακόμα μία σκατομέρα στο μαϊάμι
με τον ήλιο όλο τ' απόγευμα στην πλάτη σου
ο σκύλος ίσα ίσα που σαλεύει στο καμίνι
κι ίσα που γλιστράς κι εσύ πάνω στην παραλιακή
φανάρι πάνω στη στροφή και μποτιλιάρισμα
σηκώνεις βλέμμα πάν’ απ' τα γυαλιά να ψάξεις φάτσες
αλλά τζίφος
ένας ντρόσχο σ' ένα χρέπι χόντα σίβικ
δυο μπαφιάρηδες ντελίβερι των γουέντις
κι ένα τόσο δα κορίτσι στο παράθυρο να κλαίει
οι ευαίσθητοι θα βρουν εδώ καμιά αλληγορία
αλλά ποιος να τους γαμά τώρα κι αυτούς
ακόμα μία σκατομέρα στο μαϊάμι
πόσοι άραγε θυμούνται το όνομα σου
το τηλέφωνο χτυπά μόνο αν είναι για το νοίκι
το τλ γέμισε ίνσελς
και οι μέρες βγαίνουν πλέον στο κρεβάτι
να κοιτάς τις ηλιαχτίδες να περνούν απ' τις περσίδες
σαν τις μέρες
ν' αργοσβήνουν λίγο πάνω από τον κώλο
με την σκέψη ότι κάποιος κάπου τώρα
θα την παίζει με αυτόν στα μουλωχτά
οι ευαίσθητοι θα βρουν εδώ ολίγη χυδαιότητα
θα φταίει τελικά που δεν τους γάμησε κανείς
νο καπ νο καπ
μαζεύω από το πάτωμα τα μούτρα μου
τα παίρνω αγκαλιά και μου ανοίγουνε τις φλέβες
που 'χουν γίνει σιντριβάνια να ποτίζουν το παρκέ
νο καπ νο καπ
τα χέρια μου κολλάνε στους καρπούς μου
δεν ταιριάζουν πια επάνω μου
θαρρείς πως θα με πιάσανε να κλέβω ή να κλαίω
τι στο διάολο τις ίδιες τύψεις νιώθω
νο καπ νο καπ
η πόρτα ανοιχτή μπας και περάσει
να μου πει καμιά κουβέντα περί τέχνης και κουλτούρας
μα όταν μπαίνει δεν μιλά και με το βλέμμα με ζυγίζει
φίφτι φίφτι αμα μ' έχει ή τον έχω
πριν του κάνω 'γω τη μούρη σκέτο παζλ
νο καπ νο καπ
μΑ εΙνΑι τΩρΑ πΡάΓμΑτΑ αΥτΑ
σουίτ τσίν μιούζικ στο πηγούνι πάρ' τον κάτω
δΕν ΣαΣ μΑθΑνΕ σΤο ΣπΙτΙ αΠό ΤρΟπΟυΣ
7 χρόνια γρουσουζιά
πΟυ ΕίΝαΙ η ΤέΧνΗ σ' ΟλΟ αΥτΟ κΑι Η κΟυΛτΟυΡα ΣαΣ
ρε πούστη την κοιτάς
σόοορρυ λάθος δεν σας είδα
μα χτυπούν τους ώμους πάνω μου
μπροστά μου οροσειρές ο ένας πίσω από τον άλλον
και σηκώνω τους δικούς μου
(λες και μεταδοτικά)
να περάσουνε χωρίς πολλά πολλά
μη και δούνε που κοντά τους λαχανιάζω
μη και δουν που 'χω κολλήσει ίδια θέση από χτες
και πέφτω πάνω στις κορφές τους
δεν προφταίνω να τους πιάσω
γιατί τρέχουν την ζωή τους πάνω στα 60 χερτζ
κι εγώ ξοπίσω μια ανάσα κάπου στα 58
με γαμήσαν τα παυσίπονα στα πόδια
και με πιάσανε στο τρέξιμο οι πόνοι
κουβαλώντας σαν ηλίθιος το κρίμα στο λαιμό μου
παραθαλάσσιες πολυκατοικίες
3κ κυβικά στη πυλωτή
στο πιάτο παραλιακή και ταϊλανδέζικο
περίπτερα και δίπλα γκαλερί
χορτασμένα ρετιρέ από τον ήλιο
να χορεύουν πέρα δώθε μπρος στα μάτια μου
καρμπόν με τους εστέτ παππούδες δίπλα στο παγκάκι
που παίζουν σκάκι σαν να παίζανε μπουνιές
με τα βλέφαρα σπασμένα και το μέτωπο ψημένο
λες και είναι τερακότα
κάρτα μέλους για τα γιάβα στα κλειδιά
σπίτι προκάτ από κατάλογο ικέα
γάλα σόγιας στο ψυγείο
και το σόι βολεμένο στο γραφείο
με τον λίβα να χτυπάει καβαλάω μια βεράντα
βουτάω βίζιτες και γόνους στο ισόγειο
και μπάζω μέσα πρόσφυγες πουτάνες και πρεζάκια
για να δείχνουν από κάτω με το δάχτυλο οι γέροι
μπας και κόψουν καμιά ώρα την βλαστήμια
για να κάνουν τον σταυρό τους
στ' ακροδάχτυλα ο κόσμος
μου γλιστρά και μου ξεφεύγει
και το φόμο με το στρες γαμάει τον ύπνο μου
μ' ακίδες μες στα βλέφαρα και μάτια φαγωμένα
τριγυρνώ σε δυο διαστάσεις τ' απογεύματα
κονιέκ
χίλια ταμπς μες στο κεφάλι μου
στο ένα κολυμπώ πάνω στην πανεπιστημίου
στο άλλο σφάζομαι μ' αγνώστους
στο παράλλο πέφτω τέζα με τις ψείρες στα αφτιά
όσο στο πάτωμα χορεύουν κατσαρίδες
κάθε μέρα κάθε μέρα κάθε μέρα
τα πνευμόνια μου βουλιάζουνε
ο βρόχος σπάει μόνο μ' ένα γ
και δεν το 'χω με τα γράμματα ΓΑΜΩ
πιο πολύ από το άξιον εστί
με συνεπήρε το μπικόζ δε ιντερνέτ
πιο πολύ απ' την οδύσσεια
με κράτησε η δίκη
πιο πολύ απ' τον κυνόδοντα
με μάσησε η φωτιά
κάνοντας κύκλους μες στη νύχτα
μου βούλωσες τα μάτια με κερί
μου έτριψες τη ράχη στο σαπούνι
μπας κι ασπρίσουνε τα μέσα μου
μ' έπνιξες στο γάλα και την πίκρα σου
με έκλεισες στα χέρια σου
επάνω σου με κλείδωσες
για να σε συνηθίσω
στάχτη έσταξε επάνω στα μαλλιά μου το τσιγάρο σου
βουτάς στα ραφτικά σου για κλωστές
να μου ράψεις τα ανοίγματα
που είχα στη κοιλιά μου από τη γέννα
μην ποτίσει η βροχή τα σωθικά μου
μα τι σκάω
θα υπάρχουν και χειρότερα
θα ήμουνα κι εγώ μαλακισμένο
τι να πεις
ίσως συμβαίνουνε κι αυτά
και στις καλύτερες ακόμα οικογένειες
καιρό θα είχε να σε πιάσει
γιατί η πλάτη σου στο χέρι μου αγρίεψε
σου λέω ακούμπα πάνω μου
και μόνο που δεν γέλασες μαζί μου
μα ούτε πρόλαβες να γνέψεις
ρίζες πέταξες και τον κορμό μου τύλιξες
μου λες δεν είναι πια από ανάγκη
είναι βλέπεις η συνήθεια μωρέ
δεν σε πειράζει έτσι
ειδάλλως θα μου το 'λεγες
καλά δεν λέω
μίλα μωρέ άλεξ
ξερωγώ
ντ' ακκόρ ντ' ακκόρ
οι κυνόδοντες σου ο πιο μικρός μου θάνατος
γαμώτο κι είχα τόσα να σου πω
πχ
να σ' είχα όταν ξυπνάω το πρωί
σ' όλο τον κόσμο να σε γύρναγα τουρνέ
να σε γαμούσα στο μπαλκόνι ενός χοτέλ στο μοντρεάλ
γιατί ποτέ δεν είχα σπίτι να το λέω σπίτι
εκτός από εσένα
πόσο εύκολα που λύνεται μαζί σου το μυαλό μου
σουρεάλ
πόσο γλυκά κλειν' ο λαιμός σου μες στα χέρια μου
μου κλωτσά τον κώλο ο χρόνος
κι εγώ λιώνω σαν ψυχάκιας
με τα δάχτυλα μετρώντας πόσες μέρες
θα μου πάρει παριστάνοντας πως ζω
λες και γερνώ ιν ρίαλ τάιμ
για να δω πάλι το μούτρο σου
παράσιτα στα άκρα μου
κι ο κόσμος μου ανάποδα ως τότε
σαν στο κλάιμαξ του νόε
ντατς τιλτ
αμερικέν
νέτφλιξ εντ τσιλλ
κι ημικρανίες που περνούν μονάχα πάνω σου
πως σπάει ο καναπές για να χωρέσει
δυο κορμιά μέσα στη λύσσα να γυρνάνε
με ιδρώτα σκέτη ζάχαρη να τρέχει από τα ρούχα
είσ' η πιο καυλωτική που 'χα ποτέ μου
από κρίσεις πανικού
κι εγώ λέιτ μπλούμερ
γιατί άνθισαν μαζί σου οι αισθητήρες μου
μάνα φεύγω για το μόμα
εδώ με πνίγουν
τα μπαλκόνια έχουν μάτια και τα όνειρα παγίδες
πάνω απ' τις εργατικές
αθήνα ατλάντα
η ζωή σκέτο ροντέο
όλη μέρα γύρω γύρω απ' τη δαγκάνα
και η τέχνη η μόνη ντόπα
(πως να μη γίνεις μετά στερητικό)
δεν σταματώ
μέχρι η φάτσα μου να γίνει κορεό πάνω στο πέταλο
διαμάντι μες στο κάρβουνο
ον γκοντ
κουβαλώ τον εαυτό μου πιο καλά
πάτερ τράβα μου τα χέρια από τη ρίζα
νιώθω κάνιε πριν το γίζους
και για αυτό ευχαριστώ το σπιτικό μου
τις γριές στα λεωφορεία
τους παλιούς συμμαθητές που δεν μιλάμε πια
τον δήμο αθηναίων
κι άμα ξέχασα κανέναν
για λουλούδια και παράπονα διεύθυνση 127.0.0.1
αμπάουτ
Λοιπόν εεε... "κόμμονάλεξ_", "Κόμμον Άλεξ", "κΟμΜοΝ άΛεΞ"..;
Το ίδιο είναι, όπως βολεύεσαι, δεν μου πέφτει λόγος. Το κόμμονάλεξ_ εδώ χρησιμεύει ως γιούζερνεϊμ και ψευδώνυμο μαζί, μιας και τα βαφτιστικά μοιάζουν ξεπερασμένα για τον σκοπό τους. Ένα όνομα που σου δόθηκε μια μέρα στο έτσι χωρίς επιλογή δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει τι κουμάσι είσαι σήμερα, και οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν αυτό σιγά σιγά. Θέλω να πω, πόσοι σε αναγνωρίζουν σήμερα με το όνομα που κονόμησες απ’ τη γιαγιά ή τον παππού και πόσοι σε έχουν στο μυαλό τους σαν τον tzimhs_motorhead13 τον τρελάκια που ανεβάζει κάθε μέρα αυτές τις μαλακίες για στόρι και σκιπάρουν μέχρι και οι πρώην; Πόσοι ξέρουν τον Μπρους και πόσοι τον Μπάτμαν; Πόσοι τον Ανδρέα και πόσοι τον Εθνικό Σταρ;
Πως και προέκυψε μια ποιητική συλλογή- ξές τώρα- ζώντας και αναπνεόντας στο <<βάλε τρέχον έτος εδώ>>; Δηλαδή, τι σκατά;
Εδώ έχεις ένα δίκιο και σε νιώθω (γέλια). Ξέρω καλά πόσο κρίντζι, χαζά και μίζερα είναι τα poetry slams, πόση δηθενιά κρύβεται στα χάικου στο φβ της θείας σου και πόσο κουραστικές είναι οι αράδες χωρίς ίχνος μπέισικ συνοχής παρά μόνο μπόλικα έντερ στην μέση κάθε πρότασης (ξεκαρδίσματα). Για αυτό προσπάθησα να μην υπάρχει στίχος άνευ λόγου. Έμεινε μόνο ό,τι ήθελα να επικοινωνήσω όσο γίνεται πιο διάφανα και λιγότερο φλύαρα για να πείσω πως ό,τι έκανα νόημα και θέση (απίστευτα χωρατά, δεν αφήσαμε άντερο που λένε, τώρα ψέλνει ο παπάς και μας πετάνε χώμα γιατί πεθάναμε απ’ τα πολλά τα χωρατά).
Μμμ, ακούγεσαι κομματάκι ενοχικός. Σαν να ντρεπόσουν να κάνεις κάτι τέτοιο. Γιατί έτσι ρε κοινέαλέκο_;
Ήταν το πιο φυσικό που μου ‘βγαινε να κάνω σαν μια ολοκληρωμένη δουλειά. Η πρόζα και τα διηγήματα είναι καλούτσικα, οκ, όμως πάντα πρέπει να κρύβω αυτά που θέλω να πω πίσω από μια αρκετά πΙαΣάΡιΚη ιστοριούλα που θα αξίζει αρκετά ώστε να μπει κανείς στον κόπο να την διαβάσει- έστω για τα εσθέτικζ. Με την ποίηση κόβω απ’ τη μία τον μεσάζοντα κι απ’ την άλλη έρχομαι πιο κοντά στο φόρματ τέχνης που προτιμώ περισσότερο, τα άλμπουμ. Χρησιμοποίησα μια προσέγγιση σαν να γράφω τον “δίσκο” μου, είτε ακολουθώντας συχνά κάποιο μπιτ στο μυαλό μου είτε σχεδιάζοντας τη δομή αυτών που σκόπευα να αποτυπώσω. Έτσι η συλλογή αποτελείται τελικά από 12 ”κομμάτια”- αρκετά για να περάσει μια αίσθηση (ή κάποιο ψήγμα κατάστασης) χωρίς να κουράζει. Ξέρω με τι αντοχές έχω να κάνω. Δεν θέλω να αγγαρέψω. Θέλω να συνομιλήσω με κάποιον τόσο όσο χρειαστεί για να πιάσει κάπως καλύτερα τα μυαλά που κουβαλάω.
Πολύ ψαγμένο αυτό, μαν μου. Ό,τι πρέπει για να μπουν οι Αισθητήρες στα κείμενα β' λυκείου του μέλλοντος μαζί με τον Δεγαμινιώτη, την Λένα Μαντά και τον τύπο που απήγγειλε τα τρελά αεροπλάνα στον Τσουκαλά.
Δεν τρέφω αυταπάτες, οι Αισθητήρες δεν πρόκειται να "μπουν" πουθενά. Όχι ότι δεν το ‘θελα, κατά μια έννοια. Ήταν να εκτυπώσω 40 αντίτυπα σαν τσάπμπουκ και να τα δίνω τζαμπέ σε όποια ταλαίπωρη ψυχή θα ‘θελε, μα ο κόσμος μετετράπη σε ένα τεράστιο κατανεμημένο δυστοπικό φέιμ στόρυ χωρίς δωμάτιο επικοινωνίας ή Μικρούτσικο αλλά κραυγές στα μπαλκόνια και ανθρώπους να σπαμάρουν 24/7 ότι όλοι θα πεθάνουμε. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω μέσα από τις συγκυρίες ότι κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στους Αισθητήρες έτσι και αλλιώς. Είναι ένα προϊόν του ίντερνετ και της απομόνωσης, δεν μπορεί να παίξει εκτός έδρας. Αυτή η διαπίστωση διαλύει από μόνη της όποιο υποδόριο ψώνιο είχα να δω τις μαλακίες μου τυπωμένες για να πιάνουν σκόνη στις βιβλιοθήκες ώστε να καμώνομαι μετά πόσο συγγραφέας είμαι.
Κοίτα από τη μία βγάζει νόημα αυτό που λες όμως στο πούτσο μας μωρέ μα-λά-κα τράβα βρες καμιά δουλειά που μου θες και βιβλίο άντε μαλάκα ε μαλάκα.
Προσπαθώ τόσο πολύ να μην περάσω ως κάποιο κυνικό τσογλανάκι που και κάνει τον ξερόλα για να δειχθεί. Αλήθεια. Όμως, καταλαβαίνω πόσο μπορεί να "αξίζει" ένα μάτσο ποιήματα αυτή τη στιγμή (σπόιλερ: λίγο λιγότερο απ’ το τίποτα). Ο Ντεμπόρ είχε γράψει ότι μορφές έκφρασης όπως η ποίηση είναι καταδικασμένες, κάτι που κατανοώ και συμμερίζομαι. Παρόλα αυτά δεν σκοπεύω καμία “νεκρανάσταση”- η νοσταλγία είναι μια δειλή προσέγγιση στον φόβο της αβεβαιότητας του σήμερα. Γράφω για το τώρα, ως ένας άνθρωπος που ζει σύγχρονα και τρώει τα σκατά του παρόντος. Κάθε τι άλλο είναι μια άτσαλη τυμβωρυχία που ουρλιάζει “μπούχου μπούχου γεννήθηκα στη λάθος γενιά“, όσες καλές προθέσεις και να ‘χει κανείς.
Και γιατί ν’ ασχοληθεί κάποιος ρε μεγάλε;
Ξέρω ‘γω;
Η στείρα έκφραση μόνο και μόνο για την ίδια την έκφραση που συναντάς σε βαρετές εκθέσεις, γλυκανάλατη κλασική λογοτεχνία ή fake deep χαζοτράγουδα πάντοτε με ενοχλούσε και πάντοτε έψαχνα εναλλακτικές που θα προσπερνούσαν τέτοιες μίζερες πίπες για να χαράξω κάποιες χαλαρές γκρίζες παράλληλες με αυτό που ζούσα εγώ.
Έλα όμως που τέτοιες εναλλακτικές λιγόστεψαν και άρχισε το κάψιμο στο λαιμό μου και το χέρι μου. Δεν μπορούσα πια να νιώσω από άλλους ξενιστές και το “εντάξει μωρέ θα το κάνω εγώ” δεεεν πήγε και πολύ καλά. Έλιωσα. Άρχιζα να αυτολογοκρίνομαι θεωρώντας ότι απέφευγα την δηθενιά και τεμπελιά των “άλλων”. Έπεσα με τα μούτρα στην κυριολεξία μ’ ένα μαλακισμένο σύμπλεγμα τελειομανίας ώστε τα γραπτά μου να μπορούν να αντέξουν στο χρόνο για να μη τα ντρέπομαι αργότερα σαν σαντ φάνφικς κάποιου που χρειάζεται επειγόντως φίλους (και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να διαβάσω κάτι που έγραψα χωρίς να νιώσω ότι με κλώτσησαν στ’ αρχίδια).
Έχω ξεσυνηθίσει να μιλώ για αυτό που με καταναλώνει με τον φόβο ότι θα φανώ τετριμμένος. Έχω χάσει τις λέξεις για να με εκφράσω και δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια γύρω μου. Αλλά τώρα το φτιάχνω κάπως, αλήθεια. Καταλαβαίνω πλέον πόσο μάταια έψαχνα μόντες για να συνδεθώ πάλι με τον κόσμο μέχρι να προκύψουν οι Αισθητήρες για να με βοηθήσουν. Για να θυμηθώ ξανά την ανθρωπιά μου και να την αγκαλιάσω. Για να δείξω την φθορά που μου προξένησε η αποσύνδεση. Για να εξετάσω μία δεύτερη φορά όσα φουντώνουν την αντίδραση, την δυσθυμία, την καύλα και την δημιουργικότητα μέσα μου.
Αυτή είναι η αφετηρία για κάτι που είχε ήδη τερματίσει.
Αυτές είναι οι μετρήσεις που έλαβα ως τώρα απ’ τους νέους Αισθητήρες μου.